- σωματοφυλακία
- σωμᾰτοφῠλᾰκ-ία, ἡ,A guarding the body or person, D.S.16.93, 17.65.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σωματοφυλακία — ἡ, Α [σωματοφύλαξ, ακος] η ιδιότητα τού σωματοφύλακα, το να είναι κανείς σωματοφύλακας («κατὰ τὴν σωματοφυλακίαν προῆγεν αὐτὸν ἐντίμως», Διόδ.) … Dictionary of Greek
σωματοφυλάκια — σωματοφυλάκιον place where a body is guarded neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματοφυλακίας — σωματοφυλακίᾱς , σωματοφυλακία guarding the body fem acc pl σωματοφυλακίᾱς , σωματοφυλακία guarding the body fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σωματοφυλακίαν — σωματοφυλακίᾱν , σωματοφυλακία guarding the body fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)